συναρτύνω

συναρτύνω
Α
βλ. συναρτύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναρτύω — και συναρτύνω Α 1. παρέχω τα απαραίτητα για τον εξοπλισμό κάποιου, εξοπλίζω («ἀσπίσι νῆα συναρτύσαντες», Απολλ. Ρόδ.) 2. (σχετικά με εδέσματα) καρυκεύω με τον ίδιο τρόπο ή καρυκεύω επιπροσθέτως 3. (κατά τον Ησύχ.) συναρμόζω 4. (στο Άργος και στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”